- πρόσθιος
- -α, -ο / πρόσθιος, -ία, -ον, ΝΑεμπρόσθιος, μπροστινός (α. «η πρόσθια όψη» β. «oἱ πρόσθιοι πόδες», Ηρόδ.γ. «οἱ πρόσθιοι ὀδόντες», Ευρ.)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το πρόσθιοανθρωπολ. ανθρωπομετρικό σημείο που βρίσκεται μεταξύ τών μέσων κοπτήρων στο κατώτερο σημείο τών άνω ούλων ή τής άνω γνάθουαρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρόσθιατα μπροστινά μέρη, σε αντιδιαστολή με τα οπίσθια ή με τα πρανή («ἢ πρὸς τὰ πρόσθια τοῡ σώματος, ἢ πρὸς πρανῆ συμβαίνειν», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσθεν + κατάλ. -ιος (πρβλ. οπίσθ-ιος)].
Dictionary of Greek. 2013.